καταστρατήγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταστρατήγηση οι καταστρατηγήσεις
      γενική της καταστρατήγησης* των καταστρατηγήσεων
    αιτιατική την καταστρατήγηση τις καταστρατηγήσεις
     κλητική καταστρατήγηση καταστρατηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστρατηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστρατήγηση < (καθαρεύουσα) καταστρατήγη(σις) + -ση < (ελληνιστική κοινήκαταστρατηγέω < κατα- → και δείτε τη λέξη στρατηγός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταστρατήγηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]