κατατάσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.taˈta.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐τάσ‐σο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κατατάσσομαι, πρτ.: κατατασσόμουν, στ.μέλλ.: θα καταταχτώ, αόρ.: κατατάχτηκα, μτχ.π.π.: καταταγμένος, (ενεργ.: κατατάσσω)
- παθητική φωνή του ρήματος κατατάσσω → δείτε και την κλίση