καταχώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καταχώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταχώνω

καταχώνομαι

  • με χώνουν κάπου όπου είναι πολύ δύσκολο να με βρει κάποιος άλλος.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]