καταϊδρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταϊδρώνω < κατα- + ιδρώνω

καταϊδρώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]