κατευθυνόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατευθυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατευθύνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]κατευθυνόμενος, -η, -ο
- που κατευθύνεται προς έναν τόπο
- που κατευθύνεται από άλλους και δεν δρα με δική του πρωτοβουλία
- που κατευθύνεται από κάποιους για την εξυπηρέτηση δόλιων στόχων
- κατευθυνόμενες φήμες
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατευθυνόμενος
|