κατηγορηματικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατηγορηματικώς < κατηγορηματικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κατηγορηματικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]