κατιούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατιούσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής κατιοῦσα (αρχαία ελληνική), θηλυκό του κατιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάτειμι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατιούσα θηλυκό
- η καθοδική πορεία
- ↪ Η Ελλάδα πήρε την κατιούσα όταν...
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]κατιούσα