κατμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατμάς | οι | κατμάδες |
γενική | του | κατμά | των | κατμάδων |
αιτιατική | τον | κατμά | τους | κατμάδες |
κλητική | κατμά | κατμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατμάς αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κατιμάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατμάς
|