κατολισθήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κατολισθήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατολισθαίνω
- θα κατολισθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατολισθαίνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κατολισθήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατολίσθηση