κατορθόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατορθόω < κατά + ὀρθόω

κατορθόω

  1. στήνω κάτι όρθιο
  2. ανεγείρω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι σωστά, το φέρνω στο σωστό δρόμο, επαναφέρω στην ορθή κατεύθυνση
  4. επιτυγχάνω
  5. νικώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]