κατοστάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατοστάρι | τα | κατοστάρια |
γενική | του | κατοσταριού | των | κατοσταριών |
αιτιατική | το | κατοστάρι | τα | κατοστάρια |
κλητική | κατοστάρι | κατοστάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατοστάρι ουδέτερο
- χρηματικό ποσό εκατό χαρτονομισμάτων
- αγώνας δρόμου εκατό μέτρων
- μηχανή εκατό κυβικών
- μεταλλικό κύπελλο που η περιεκτικότητά του ήταν εκατό δράμια και το χρησιμοποιούσαν ως μέτρο βάρους υγρών και κυρίως κρασιού
- ποσότητα εκατό γραμμαρίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατοστάρι
|