κατοχυρώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κατοχυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοχυρώνω
  2. θα κατοχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοχυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κατοχυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατοχύρωση