κατσιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσιάζω < κατσί + -άζω

κατσιάζω

  1. (για γάτα) γίνομαι αδύναμος και χάνω το τρίχωμά μου
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να μαραθεί
  3. (αμετάβατο) μαραζώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]