κατσικούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσικούλα οι κατσικούλες
      γενική της κατσικούλας
    αιτιατική την κατσικούλα τις κατσικούλες
     κλητική κατσικούλα κατσικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσικούλα < κατσίκα + κατάληξη υποκοριστικού -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατσικούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]