κατσιποδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατσιποδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατσιποδιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]κατσιποδιασμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατσιποδιασμένος
|