κατσουρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατσουρμάς αρσενικό
- απάτη
- λαθρεμπόριο
- σκασιαρχείο, κοπάνα
- ※ Περιστατικά (όχι απαραίτητα κακά) στην τάξη ή στο διάλειμμα. Οι αταξίες μας, οι κατσουρμάδες (σκασιαρχεία) που πήγαν καλά ή στραβά και άλλα (ΚΑΔΜΟΣ - Σύλλογος Αμπετείου Σχολής, ambetios.gr, 2017, σελ. 25 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατσουρμάς
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου, 1997, σελ. 127