κατώρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατώρευμα < κατώ- + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική downwash)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατώρευμα θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η προς τα κάτω κίνηση του αέρα ως αποτέλεσμα της κίνησης ενός έλικα ή γενικότερα ενός ιπτάμενου μέσου
- ↪ «Παράσταση ανωρεύματος/κατωρεύματος σε αεροτομή, repository.kallipos.gr Αντωνιάδης, Ιωάννης. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- downdash στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατώ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)