καυστηρατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καυστηρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενικά τεχνίτης ειδικευμένος σε καυστήρες μηχανών
- ειδικότερα τεχνίτης που επιδιορθώνει ή συντηρεί τον καυστήρα του καλοριφέρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καυστηρατζής
|