καυτηρίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καυτηρίαση | οι | καυτηριάσεις |
γενική | της | καυτηρίασης* | των | καυτηριάσεων |
αιτιατική | την | καυτηρίαση | τις | καυτηριάσεις |
κλητική | καυτηρίαση | καυτηριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καυτηριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καυτηρίαση < μεσαιωνική ελληνική καυτηρίασις < ελληνιστική κοινή καυτηριάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καυτηρίαση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καυτηριάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καυτηρίαση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)