καυχησιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καυχησιολόγος < καυχησιολογώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καυχησιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που καυχησιολογεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καυχησιολόγος
|