καύσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καύσος | οι | καύσοι |
γενική | του | καύσου | των | καύσων |
αιτιατική | τον | καύσο | τους | καύσους |
κλητική | καύσε | καύσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καύσος < αρχαία ελληνική καῦσος < καίω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καύσος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καύσος
|