καύχηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καύχηση | οι | καυχήσεις |
γενική | της | καύχησης* | των | καυχήσεων |
αιτιατική | την | καύχηση | τις | καυχήσεις |
κλητική | καύχηση | καυχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καυχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καύχηση < ελληνιστική κοινή καύχησις < αρχαία ελληνική καυχάομαι / καυχῶμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καύχηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καυχιέμαι / καυχώμαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καύχηση
|