κβαντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κβαντιστής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική quantizer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κβαντιστής αρσενικό
- (μαθηματικά, ηλεκτρονική), (επεξεργασία σήματος) quantizer: η ηλεκτρονική συσκευή ή ο αλγόριθμος που πραγματοποιεί τον κβαντισμό ενός αναλογικού σήματος σε ψηφιακό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)