κειμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κειμενικός < κείμενο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική textuel)
Επίθετο
[επεξεργασία]κειμενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το κείμενο ή αναφέρεται σ' αυτό
- (πληροφορική) textual: που έχει σχέση με αρχείο κειμένου, που μπορεί να αναγνωσθεί από άνθρωπο, σε αντίθεση με το δυαδικό αρχείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)