κεκαλυμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεκαλυμμένος < αρχαία ελληνική κεκαλυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου καλύπτω
Μετοχή
[επεξεργασία]κεκαλυμμένος, -η, -ο
- (λόγιο) που γίνεται με τρόπο συγκαλημμένο ή έμμεσο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κεκαλυμμένα
- → δείτε τη λέξη καλύπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεκαλυμμένος
|