κελαρύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κελαρύζω < αρχαία ελληνική κελαρύζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κελαρύζω
- (για νερό που ρέει σε ρυάκι ή μικρό ποτάμι) ηχώ
- (μεταφορικά) μουρμουρίζω, σιγομουρμουρίζω, μιμούμαι τον ήχο του τρεχούμενου νερού