κενολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κενολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κενολόγος[1] < αρχαία ελληνική κενός + -λόγος

Επίθετο

[επεξεργασία]

κενολόγος, -ος, -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κενολόγος οι κενολόγοι
      γενική του/της κενολόγου των κενολόγων
    αιτιατική τον/την κενολόγο τους/τις κενολόγους
     κλητική κενολόγε κενολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κενολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]