κεντητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεντητικός < ελληνιστική κοινή κεντητικός[1] < κεντητής < αρχαία ελληνική κεντέω
Επίθετο
[επεξεργασία]κεντητικός
- που έχει σχέση με κέντημα, αναφέρεται σ’ αυτό ή είναι κατάλληλος γι’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) κεντητική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κεντώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεντητικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- κεντητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεντητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ κεντητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.