κερασιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερασιώτικος < Κερασιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]κερασιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κερασιώτικος
|