κερατιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κερατιά | οι | κερατιές |
γενική | της | κερατιάς | των | κερατιών |
αιτιατική | την | κερατιά | τις | κερατιές |
κλητική | κερατιά | κερατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερατιά < → δείτε τη λέξη κερατέα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐τιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κερατιά θηλυκό
- άλλη μορφή του κερατέα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κερατιά
→ δείτε τη λέξη κερατέα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)