κερατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κερατώνω < μεσαιωνική ελληνική κερατώνω < κέρατον + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈto.no/

κερατώνω (παθητική φωνή: κερατώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]