κεσκέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεσκέκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεσκέκι ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που παρασκευάζεται με ολονύχτιο βράσιμο μοσχαρίσιου κρέατος και σταριού
  2. προσφυγικό έθιμο κατά το οποίο παρασκευάζεται το κεσκέκι(1)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]