κεφαλοπάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεφαλοπάνι | τα | κεφαλοπάνια |
γενική | του | κεφαλοπανιού | των | κεφαλοπανιών |
αιτιατική | το | κεφαλοπάνι | τα | κεφαλοπάνια |
κλητική | κεφαλοπάνι | κεφαλοπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεφαλοπάνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) μαντίλι που βάζουμε στο κεφάλι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλοπάνι
|