κεφαλοτύρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεφαλοτύρι | τα | κεφαλοτύρια |
γενική | του | κεφαλοτυριού | των | κεφαλοτυριών |
αιτιατική | το | κεφαλοτύρι | τα | κεφαλοτύρια |
κλητική | κεφαλοτύρι | κεφαλοτύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεφαλοτύρι ουδέτερο
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλοτύρι