κεχρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεχρισμένος < αρχαία ελληνική κεχρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρίω
Μετοχή
[επεξεργασία]κεχρισμένος, -η, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του χρισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεχρισμένος
|