κεψές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεψές | οι | κεψέδες |
γενική | του | κεψέ | των | κεψέδων |
αιτιατική | τον | κεψέ | τους | κεψέδες |
κλητική | κεψέ | κεψέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεψές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kepçe < περσική کپچه (kapcha)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεψές αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεψές
→ δείτε τη λέξη κουτάλα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)