κηκίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κηκίδι τα κηκίδια
      γενική του κηκιδιού των κηκιδιών
    αιτιατική το κηκίδι τα κηκίδια
     κλητική κηκίδι κηκίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κηκίδια σε φύλλο οξυάς.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κηκίδι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κηκίδιν, κηκίδι < ελληνιστική κοινή κηκίδιον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κηκίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κηκίδι θηλυκό

  1. (γεωπονία) το φυτικό ογκίδιο (παθολογικό εξόγκωμα) που προκαλούν διάφορα ζωύφια
  2. (βοτανική) ο καρπός της κηκιδιάς, θαμνώδους δρυός (Δρυς η σμίλαξ)
    → δείτε και τη λέξη κήκιδο (καρπός του κυπαρισσιού)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κηκίδι θηλυκό