κηκίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κηκίδι | τα | κηκίδια |
γενική | του | κηκιδιού | των | κηκιδιών |
αιτιατική | το | κηκίδι | τα | κηκίδια |
κλητική | κηκίδι | κηκίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/52/Buchengallm%C3%BCcke2.jpg/230px-Buchengallm%C3%BCcke2.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηκίδι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κηκίδιν, κηκίδι < ελληνιστική κοινή κηκίδιον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κηκίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηκίδι θηλυκό
- (γεωπονία) το φυτικό ογκίδιο (παθολογικό εξόγκωμα) που προκαλούν διάφορα ζωύφια
- (βοτανική) ο καρπός της κηκιδιάς, θαμνώδους δρυός (Δρυς η σμίλαξ)
- → δείτε και τη λέξη κήκιδο (καρπός του κυπαρισσιού)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κηκιδιά
- κηκιδογόνος
- Κηκιδόμυια (ταξινομικό γένος, καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηκίδι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «κηκίδιον, κηκίδι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηκίδι θηλυκό
- άλλη μορφή του κηκίδιν
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)