κηκογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κηκογόνος, -η, -ο
- που προκαλεί κηκίδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηκογόνος
κηκογόνος, -η, -ο