κηρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηρογραφία < ελληνιστική κοινή κηρογραφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηρογραφία θηλυκό
- (τέχνη) η εγκαυστική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηρογραφία
|