κηροπλάστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηροπλάστης οι κηροπλάστες
      γενική του κηροπλάστη των κηροπλαστών
    αιτιατική τον κηροπλάστη τους κηροπλάστες
     κλητική κηροπλάστη κηροπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κηροπλάστης < αρχαία ελληνική κηροπλάστης < κηρός + πλάσσω, μορφολογικά αναλύεται κηρ(ός) + -ο- + -πλάστης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κηροπλάστης αρσενικό (θηλυκό: κηροπλάστρια)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]