κιγκλιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιγκλιδώνω < κιγκλίδα + -ώνω < αρχαία ελληνική κιγκλίς

κιγκλιδώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]