κιμίζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κιμίζ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την τουρκική kımız
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kiˈmiz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐μίζ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιμίζ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) άλλη μορφή του κιμίς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιμίζ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)