κιμονό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιμονό < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 着物 (kimono, κάτι που φορώ)
τρεις γυναίκες με κιμονό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιμονό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]