κιμονό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κιμονό < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 着物 (kimono, κάτι που φορώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιμονό ουδέτερο άκλιτο
κιμονό ουδέτερο άκλιτο