κινησιοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κινησιοσκόπιο | τα | κινησιοσκόπια |
γενική | του | κινησιοσκόπιου & κινησιοσκοπίου |
των | κινησιοσκόπιων & κινησιοσκοπίων |
αιτιατική | το | κινησιοσκόπιο | τα | κινησιοσκόπια |
κλητική | κινησιοσκόπιο | κινησιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κινησιοσκόπιο < αρχαία ελληνική κίνησις + -ο- + -σκόπιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κινησιοσκόπιο ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) διάταξη μετατροπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε εικόνες σε μία τηλεόραση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κινησιοσκόπιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπιο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)