κινητήρας Βάνκελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινητήρας Βάνκελ < → δείτε τις λέξεις κινητήρας και Βάνκελ (Wankel)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

κινητήρας Βάνκελ αρσενικό

  • (μηχανολογία): καινοτόμος πολύστροφος κινητήρας εσωτερικής καύσης που αντί παλινδρομικών εμβόλων φέρει περιστρεφόμενο έμβολο σε ωοειδές ρελέ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]