κινητήρας W

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινητήρας W < → δείτε τις λέξεις κινητήρας και W

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

κινητήρας W αρσενικό

  • (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει τρεις σειρές κυλίνδρων, μία κάθετη και δύο εκατέρωθεν που συγκλίνουν μεταξύ τους, κατά το λατινικό γράμμα W.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]