κινιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈɲe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νιέ‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κινιέμαι
- (προφορικό) παθητική φωνή του ρήματος κινάω