κιουρτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κιουρτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kürkçü
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιουρτσής αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο γουνοποιός, ο γουναράς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- σημειώνεται η διαφοροποίηση του κιουρτσή (γουναρά) με τον Κιουρτζή / Γκιουρτζή, τον καταγόμενο από τη Γεωργία (Γκιουρτσιστάν)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιουρτσής
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Αρχείον Θράκης 25-26 (1960), σ. 132.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)