κιτρινίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιτρινίλα | οι | κιτρινίλες |
γενική | της | κιτρινίλας | — | |
αιτιατική | την | κιτρινίλα | τις | κιτρινίλες |
κλητική | κιτρινίλα | κιτρινίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιτρινίλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιτρινίλα