κιτρολεμονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιτρολεμονιά | οι | κιτρολεμονιές |
γενική | της | κιτρολεμονιάς | των | κιτρολεμονιών |
αιτιατική | την | κιτρολεμονιά | τις | κιτρολεμονιές |
κλητική | κιτρολεμονιά | κιτρολεμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.tɾo.le.moˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρο‐λε‐μο‐νιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιτρολεμονιά θηλυκό
- (δέντρο) υβρίδιο λεμονιάς που παράγει κιτρολέμονα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κιτρολέμονο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιτρολεμονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)